
Μεθοδολογικά Άκυρη, Ιστορικά Αδαής και Κοινωνικά Επικίνδυνη η Έκθεση ΔΝΤ
May 4, 2025
Ενώπιον του Εφετείου ο Αγώνας για Πλήρη Ισότητα
May 6, 2025Λευκωσία, 22 Απριλίου 2025
Υπουργό Οικονομικών
(μέσω email: minister@mof.gov.cy)
Αξιότιμε κύριε Κεραυνέ,
Με την παρούσα επιστολή, η Παγκύπρια Συντεχνία ΙΣΟΤΗΤΑ θέτει υπόψη σας ένα ζήτημα υψίστης σημασίας για την τήρηση της ενωσιακής έννομης τάξης και την προάσπιση της θεμελιώδους αρχής της ίσης μεταχείρισης στον δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα της Κύπρου.
Το ζήτημα εδράζεται στις δεσμευτικές επιταγές της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ και της συναφούς, παγιωμένης νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) και αφορά την άμεση και επιτακτική ανάγκη για πλήρη εναρμόνιση της εθνικής πρακτικής με την αρχή της μη διάκρισης, μέσω της αναγνώρισης και προσμέτρησης της υπηρεσίας των εργοδοτουμένων ορισμένου χρόνου (ΕΟΧ) για σκοπούς μισθοδοτικής ανέλιξης στις συνδυασμένες κλίμακες Α2-Α5-Α7(ii).
Το Δεσμευτικό Νομικό Πλαίσιο: Ενωσιακό και Εθνικό Δίκαιο
Η Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, μέσω της ενσωματωμένης Συμφωνίας-Πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, αποσκοπεί στη βελτίωση της ποιότητας της εργασίας ορισμένου χρόνου διασφαλίζοντας την εφαρμογή της αρχής της μη διάκρισης και στην καθιέρωση πλαισίου για την αποφυγή καταχρήσεων (βλ. Οδηγία 1999/70/ΕΚ, αιτ. σκέψη 14). Η κεντρική διάταξη της Συμφωνίας-Πλαισίου είναι η Ρήτρα 4, η οποία κατοχυρώνει την αρχή της μη διάκρισης. Συγκεκριμένα, η Ρήτρα 4, σημείο 1, ορίζει ρητά και αυτολεξεί:
«Όσον αφορά τις συνθήκες απασχόλησης, οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται δυσμενώς σε σχέση με τους αντίστοιχους εργαζομένους αορίστου χρόνου μόνο επειδή έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, εκτός αν αυτό δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους.»
Επιπροσθέτως, η Ρήτρα 4, σημείο 4, απαιτεί ρητά και αυτολεξεί:
«Τα κριτήρια προϋπηρεσίας που αφορούν ιδιαίτερες συνθήκες εργασίας είναι τα ίδια για τους εργαζομένους ορισμένου χρόνου και τους εργαζομένους αορίστου χρόνου, εκτός αν διαφορετικά κριτήρια προϋπηρεσίας δικαιολογούνται για αντικειμενικούς λόγους.»
Η έννοια «συνθήκες απασχόλησης» στο πλαίσιο της Ρήτρας 4 ερμηνεύεται διαχρονικά ευρέως από το ΔΕΕ, περιλαμβάνοντας αναμφίβολα τον υπολογισμό της αρχαιότητας για μισθολογική και βαθμολογική εξέλιξη (βλ. ΔΕΕ, C-177/10, Rosado Santana, σκ. 46-47· C-444/09, Gavieiro Gavieiro, σκ. 50-58) καθώς και όρους που αφορούν τη διατήρηση της θέσης και των δικαιωμάτων προαγωγής (βλ. ΔΕΕ, C-158/16, Vega González, σκ. 35, 39)1. Κατά συνέπεια, η μισθολογική ανέλιξη και η κατάταξη στην Κλίμακα Α7(ii) βάσει 18ετούς προϋπηρεσίας εμπίπτουν αναμφίβολα στον πυρήνα της έννοιας αυτής.
Η Κυπριακή Δημοκρατία ενσωμάτωσε την Οδηγία με τον περί Εργοδοτουμένων με Εργασία Ορισμένου Χρόνου (Απαγόρευση Δυσμενούς Μεταχείρισης) Νόμο του 2003, Ν.98(I)/2003, του οποίου το Άρθρο 5(1) ορίζει ρητά και αυτολεξεί:
«Αναφορικά με τις συνθήκες απασχόλησης, εργοδοτούμενος με εργασία ορισμένου χρόνου δεν τυγχάνει μεταχείρισης λιγότερο ευνοϊκής από τη μεταχείριση στην οποία τυγχάνει συγκρίσιμος εργοδοτούμενος με εργασία αορίστου χρόνου, μόνο λόγω του γεγονότος ότι εργοδοτείται με σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, εκτός εάν η διαφορετική μεταχείριση δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους.»
Επιπλέον, το Άρθρο 5(3) του ιδίου Νόμου, εναρμονίζοντας τη Ρήτρα 4 σημείο 4 της Συμφωνίας-Πλαισίου, προβλέπει:
«Όταν σε σχέση με συγκεκριμένους όρους και συνθήκες απασχόλησης απαιτείται περίοδος προϋπηρεσίας, η περίοδος αυτή θα είναι ίδια για τους εργοδοτούμενους με εργασία ορισμένου χρόνου όπως και για τους αντίστοιχους εργοδοτούμενους με εργασία αορίστου χρόνου, εκτός εάν αντικειμενικοί λόγοι δικαιολογούν διαφορετική διάρκεια της περιόδου προϋπηρεσίας.»
Η Αντίθετη προς το Δίκαιο Εθνική Πρακτική
Εντούτοις, η διοικητική πρακτική στην Κύπρο, όπως εφαρμόζεται μέσω των Εγκυκλίων του Υπουργείου Οικονομικών (αρ. 1745/16.01.2024, Εγκύκλιος Επιστολή ημερ. 02.08.2024, Εγκύκλιος Επιστολή ημερ. 07.01.2025 κ.ά.) και σχετικών διατάξεων του Νόμου Προϋπολογισμού (π.χ. Άρθρο 27 Ν.64(ΙΙ)/2024), επιμένει στον πλήρη και καθολικό αποκλεισμό της υπηρεσίας που έχει διανυθεί υπό καθεστώς Εργοδοτουμένου Ορισμένου Χρόνου (ΕΟΧ) από τον υπολογισμό της 18ετούς υπηρεσίας που απαιτείται για την ανέλιξη στην Κλίμακα Α7(ii).
Αναγνωρίζεται αποκλειστικά και μόνο η υπηρεσία που έχει παρασχεθεί υπό καθεστώς μονίμου υπαλλήλου ή εργοδοτουμένου αορίστου χρόνου (ΕΑΧ). Αυτή η πρακτική συνιστά σαφή δυσμενή μεταχείριση βασισμένη αποκλειστικά στον ορισμένο χρόνο της προηγούμενης απασχόλησης και παραβιάζει ευθέως τη Ρήτρα 4 και το Άρθρο 5 του Ν.98(I)/2003, εκτός αν μπορεί να δικαιολογηθεί από αντικειμενικούς λόγους.
Η Νομολογία του ΔΕΕ και η Καθοριστική Απόφαση Bertazzi: Η Αδυναμία Αντικειμενικής Δικαιολόγησης
Η νομολογία του ΔΕΕ, και ιδίως η Διάταξη στην υπόθεση C-393/11, Bertazzi, καταδεικνύει με απόλυτη σαφήνεια την παρανομία της εν λόγω πρακτικής. Η υπόθεση Bertazzi, ακολουθώντας την προγενέστερη απόφαση στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-302/11 έως C-305/11, Valenza, αφορούσε την πρακτική στην Ιταλία όπου, κατά τη «σταθεροποίηση» (μετατροπή σε αορίστου χρόνου) εργαζομένων ορισμένου χρόνου του δημόσιου τομέα κατόπιν ειδικών διαδικασιών (που δεν περιλάμβαναν πάντα δημόσιο διαγωνισμό), η προηγούμενη υπηρεσία τους αγνοείτο πλήρως για σκοπούς μισθολογικής κατάταξης και αρχαιότητας (βλ. Valenza, σκ. 16-19).
Οι ιταλικές αρχές προέβαλαν ως δικαιολογία για τον πλήρη αποκλεισμό της προϋπηρεσίας ορισμένου χρόνου την ανάγκη να διασφαλιστεί η τήρηση της αρχής της πρόσβασης στον δημόσιο τομέα μέσω δημόσιου διαγωνισμού, όπως προβλέπεται από το ιταλικό Σύνταγμα, και να αποφευχθεί η «αντίστροφη διάκριση» εις βάρος των υπαλλήλων που είχαν προσληφθεί μέσω τακτικού διαγωνισμού (βλ. Valenza, σκ. 23, 55). Ισχυρίστηκαν ότι η πλήρης αναγνώριση της προϋπηρεσίας των «σταθεροποιηθέντων» (συχνά χωρίς διαγωνισμό) θα τους έφερνε σε πλεονεκτικότερη θέση έναντι όσων εισήλθαν μέσω της κανονικής οδού του διαγωνισμού (βλ. Valenza, σκ. 55).
Το ΔΕΕ, ωστόσο, απέρριψε κατηγορηματικά αυτό το επιχείρημα ως ικανό να δικαιολογήσει τον πλήρη αποκλεισμό της προϋπηρεσίας. Στην απόφαση Valenza (της οποίας το σκεπτικό υιοθέτησε η Διάταξη Bertazzi, βλ. Bertazzi, σκ. 28), το Δικαστήριο αναγνώρισε μεν τη σημασία της αρχής της πρόσβασης μέσω διαγωνισμού ως θεμιτό σκοπό (βλ. Valenza, σκ. 59), έκρινε όμως ότι ο πλήρης και απόλυτος αποκλεισμός της προϋπηρεσίας ορισμένου χρόνου αποτελεί δυσανάλογο μέτρο για την επίτευξη αυτού του σκοπού. Όπως ανέφερε το Δικαστήριο στην υπόθεση Valenza:
«Εν προκειμένω, σε ό,τι αφορά τον προβαλλόμενο σκοπό που συνίσταται στην αποτροπή αντίστροφων δυσμενών διακρίσεων εις βάρος των τακτικών δημοσίων υπαλλήλων που προσελήφθησαν κατόπιν επιτυχούς συμμετοχής σε γενικό διαγωνισμό, πρέπει να επισημανθεί ότι, παρότι τέτοιος σκοπός δύναται να αποτελεί «αντικειμενικό λόγο» υπό την έννοια της ρήτρας 4, σημεία 1 και/ή 4, της συμφωνίας-πλαισίου, ο εν λόγω σκοπός δεν μπορεί, σε κάθε περίπτωση, να δικαιολογήσει μια δυσανάλογη εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στις κύριες δίκες, η οποία αποκλείει παντελώς και υπό οιεσδήποτε περιστάσεις την προσμέτρηση κάθε περιόδου προϋπηρεσίας που συμπλήρωσαν εργαζόμενοι στο πλαίσιο συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου με σκοπό να προσδιορισθεί η αρχαιότητά τους κατά την πρόσληψή τους για αόριστο χρόνο και, ως εκ τούτου, η μισθολογική τους κλίμακα. Πράγματι, ένας τέτοιος πλήρης και απόλυτος αποκλεισμός βασίζεται εγγενώς στη γενική προκείμενη κατά την οποία η αόριστη διάρκεια της σχέσεως εργασίας ορισμένων δημόσιων λειτουργών δικαιολογεί, αυτή και μόνον, διαφορετική μεταχείριση σε σχέση με τους δημόσιους λειτουργούς που απασχολούνται για ορισμένο χρόνο, καθιστώντας επομένως άνευ περιεχομένου τους σκοπούς της οδηγίας 1999/70 και της συμφωνίας-πλαισίου..» (Valenza C-302/11, σκ. 62)
Κατά συνέπεια, η Διάταξη στην υπόθεση C-393/11, Bertazzi, υιοθετώντας πλήρως το σκεπτικό της Valenza, κατέληξε στο ακόλουθο διατακτικό, το οποίο παρατίθεται αυτούσιο όπως περιλαμβάνεται στην επίσημη δημοσίευση (Bertazzi, διατακτικό):
«Η ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, που συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999, η οποία περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο CES, UNICE και CEEP για την εργασία ορισμένου χρόνου, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση όπως αυτή της κύριας δίκης, η οποία αποκλείει πλήρως τη συνεκτίμηση των περιόδων υπηρεσίας που διανύθηκαν από εργαζόμενο ορισμένου χρόνου δημόσιας αρχής για τον καθορισμό της αρχαιότητας του τελευταίου κατά την πρόσληψή του για αόριστο χρόνο από την ίδια αρχή ως τακτικού υπαλλήλου στο πλαίσιο ειδικής διαδικασίας σταθεροποίησης της εργασιακής του σχέσης, εκτός εάν τα καθήκοντα που ασκήθηκαν στο πλαίσιο συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου δεν αντιστοιχούν σε εκείνα που ασκούσε τακτικός υπάλληλος που ανήκε στη σχετική κατηγορία της εν λόγω αρχής ή, σε αρνητική περίπτωση, εάν ο αποκλεισμός αυτός δικαιολογείται από «αντικειμενικούς λόγους», κατά την έννοια των σημείων 1 και/ή 4 της εν λόγω ρήτρας, πράγμα που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει. Το απλό γεγονός ότι ο εργαζόμενος ορισμένου χρόνου διήνυσε τις εν λόγω περιόδους υπηρεσίας βάσει σύμβασης ή εργασιακής σχέσης ορισμένου χρόνου δεν συνιστά τέτοιο αντικειμενικό λόγο.»
(Ιταλικό επίσημο κείμενο Bertazzi C-393/11, Διατακτικό:) “La clausola 4 dell’accordo quadro sul lavoro a tempo determinato, concluso il 18 marzo 1999, che compare in allegato alla direttiva 1999/70/CE del Consiglio, del 28 giugno 1999, relativa all’accordo quadro CES, UNICE e CEEP sul lavoro a tempo determinato, deve essere interpretata nel senso che essa osta ad una normativa nazionale, come quella di cui trattasi nel procedimento principale, che esclude totalmente che i periodi di servizio compiuti da un lavoratore a tempo determinato alle dipendenze di un’autorità pubblica siano presi in considerazione per determinare l’anzianità del lavoratore stesso al momento della sua assunzione a tempo indeterminato, da parte di questa medesima autorità, quale dipendente di ruolo, nell’ambito di una procedura specifica di stabilizzazione del suo rapporto di lavoro, a meno che le funzioni espletate nel contesto di contratti di lavoro a tempo determinato non corrispondano a quelle svolte da un dipendente di ruolo inquadrato nella categoria corrispondente di tale autorità o, in caso contrario, che tale esclusione sia giustificata da «ragioni oggettive» ai sensi dei punti 1 e/o 4 di tale clausola, circostanze che spetta al giudice del rinvio verificare. Il semplice fatto che il lavoratore a tempo determinato abbia prestato detti periodi di servizio in base ad un contratto o a un rapporto di lavoro a tempo determinato non costituisce una ragione oggettiva di tal genere.”
Η απόφαση Bertazzi καταδεικνύει αδιαμφισβήτητα ότι ο πλήρης αποκλεισμός της προϋπηρεσίας ΕΟΧ, όπως εφαρμόζεται στην Κύπρο για την ανέλιξη στην Α7(ii), είναι ευθέως αντίθετος προς τη Ρήτρα 4, καθώς δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ούτε από τον ορισμένο χρόνο της προηγούμενης απασχόλησης ούτε από ενδεχόμενες διαφορές στον τρόπο πρόσληψης, όταν οδηγεί σε μηδενική αναγνώριση της αποκτηθείσας εμπειρίας και δεν υφίσταται άλλος αντικειμενικός λόγος σχετιζόμενος με τη φύση των καθηκόντων (βλ. Bertazzi, σκ. 51, 55).
Η κρίση αυτή ενισχύεται και από άλλες αποφάσεις, όπως η C-177/10, Rosado Santana, που έκρινε ότι η Ρήτρα 4 αντιτίθεται σε εθνική διάταξη που λαμβάνει υπόψη, για σκοπούς προαγωγής, μόνο την προϋπηρεσία που διανύθηκε «εξ ολοκλήρου με την ιδιότητα του τακτικού» υπαλλήλου, αγνοώντας τη φύση των καθηκόντων που ασκήθηκαν ως έκτακτος (Rosado Santana, σκ. 80), και η C-444/09, Gavieiro Gavieiro, που καταδίκασε διακριτικούς τρόπους υπολογισμού της αρχαιότητας (π.χ. επιδόματα τριετίας) εις βάρος των εργαζομένων ορισμένου χρόνου (Gavieiro Gavieiro, σκ. 50-58). Επιπλέον, όπως κατηγορηματικά έκρινε το ΔΕΕ στο διατακτικό της υπόθεσης Bertazzi (C-393/11, σκ. 55), το οποίο παρατέθηκε αυτούσια ανωτέρω, «Το απλό γεγονός ότι ο εργαζόμενος ορισμένου χρόνου διήνυσε τις εν λόγω περιόδους υπηρεσίας βάσει σύμβασης ή εργασιακής σχέσης ορισμένου χρόνου δεν συνιστά τέτοιο αντικειμενικό λόγο [διαφορετικής μεταχείρισης].
Η Υποχρέωση των Διοικητικών Αρχών για Άμεση Συμμόρφωση
Η Ρήτρα 4, σημείο 1, της Συμφωνίας-Πλαισίου, ως σαφής και απαλλαγμένη αιρέσεων διάταξη που απαγορεύει τη δυσμενή διάκριση ως προς τις συνθήκες απασχόλησης, έχει άμεσο αποτέλεσμα (βλ. C-268/06, Impact, σκ. 68 · C-302/11, Valenza, σκ. 70). Αυτό σημαίνει ότι οι θιγόμενοι εργαζόμενοι μπορούν να την επικαλεστούν απευθείας ενώπιον των εθνικών αρχών και δικαστηρίων έναντι του κράτους ως εργοδότη. Επιπλέον, αποτελεί θεμελιώδη αρχή της ενωσιακής έννομης τάξης, όπως έχει παγίως κριθεί από το ΔΕΕ, η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης. Η αρχή αυτή επιβάλλει σε όλα τα όργανα του κράτους μέλους, τόσο τα δικαστικά όσο και τα διοικητικά, την υποχρέωση να διασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα των κανόνων του ενωσιακού δικαίου.
Όπως έχει κατηγορηματικά κρίνει το ΔΕΕ, η υποχρέωση αυτή να αφήνεται ανεφάρμοστη οποιαδήποτε αντίθετη εθνική διάταξη δεν βαρύνει μόνο τα εθνικά δικαστήρια, αλλά εξίσου “όλα τα όργανα της διοικήσεως” και “όλες τις αρχές του κράτους μέλους”, οι οποίες οφείλουν να εφαρμόζουν το ενωσιακό δίκαιο στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους (βλ. ΔΕΕ, 103/88, Fratelli Costanzo, σκ. 31, 33· C-118/00, Larsy, σκ. 52· C-378/17, Minister for Justice and Equality, σκ. 38, 39, 45, 46). Αυτό σημαίνει ότι οι διοικητικές αρχές δεν υποχρεούνται να ζητούν ή να αναμένουν την προηγούμενη κατάργηση μιας τέτοιας εθνικής διάταξης διά της νομοθετικής ή δικαστικής οδού (βλ. ΔΕΕ, C-378/17, Minister for Justice and Equality, σκ. 50). Η άρνηση μιας διοικητικής αρχής να αφήσει ανεφάρμοστη μια εθνική διάταξη αντίθετη προς το άμεσου αποτελέσματος ενωσιακό δίκαιο θα ισοδυναμούσε με υπονόμευση της πρακτικής αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης (βλ. ΔΕΕ, C-378/17, Minister for Justice and Equality, σκ. 48, 49).
Άλλωστε, το ίδιο το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, στο Άρθρο 1Α, αναγνωρίζει ότι οι νόμοι, οι πράξεις και τα μέτρα της Δημοκρατίας δεν μπορούν να εμποδίσουν την εφαρμογή δεσμευτικών κανόνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ότι οι υποχρεώσεις που απορρέουν από την ιδιότητα του κράτους μέλους καθίστανται αναγκαίες για τη Δημοκρατία, θεμελιώνοντας έτσι και σε συνταγματικό επίπεδο την ανάγκη συμμόρφωσης με τις επιταγές της ενωσιακής έννομης τάξης, περιλαμβανομένης της αρχής της υπεροχής.
Κατά συνέπεια, οι εθνικές διοικητικές αρχές, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, οφείλουν να εφαρμόζουν το ενωσιακό δίκαιο και να αφήνουν αυτεπαγγέλτως ανεφάρμοστη οποιαδήποτε αντίθετη εθνική διάταξη ή διοικητική πρακτική, είτε προγενέστερη είτε μεταγενέστερη του ενωσιακού κανόνα, χωρίς να απαιτείται να αναμένουν την κατάργησή της από τον νομοθέτη ή την ακύρωσή της από τα δικαστήρια (βλ. ΔΕΕ, 103/88, Fratelli Costanzo, σκ. 31, 33· С-118/00, Larsy, σκ. 52· С-378/17, Minister for Justice and Equality, σκ. 38, 39, 45, 46). Άλλωστε, το ΔΕΕ έχει επιβεβαιώσει ότι εθνικές ρυθμίσεις που εισάγουν αδικαιολόγητη διάκριση εις βάρος εργαζομένων ορισμένου χρόνου ως προς τις συνθήκες απασχόλησης αντίκεινται στη Ρήτρα 4 της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ, ερμηνευόμενη σε συνδυασμό με το θεμελιώδες δικαίωμα πραγματικής προσφυγής του άρθρου 47 του Χάρτη, το οποίο δεσμεύει εξίσου τις διοικητικές αρχές κατά την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου (πρβλ. ΔΕΕ, C-715/20, K.L., ιδίως σκ. 77-82, 134, 138).
Το Υπουργείο Οικονομικών, ως η καθ’ ύλην αρμόδια διοικητική αρχή, δεσμεύεται άμεσα από τις αρχές αυτές και οφείλει να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες για την άρση της διαπιστωθείσας παρανομίας.
Συμπέρασμα και Αίτημα
Η ανάλυση των δεσμευτικών κανόνων του ενωσιακού δικαίου και της συναφούς νομολογίας του ΔΕΕ, με αιχμή τη Διάταξη στην υπόθεση Bertazzi, καταδεικνύει με αδιάσειστο τρόπο ότι η υφιστάμενη πρακτική του πλήρους αποκλεισμού της υπηρεσίας ΕΟΧ από τον υπολογισμό της 18ετούς προϋπηρεσίας για ανέλιξη στην Κλίμακα Α7(ii) συνιστά κατάφωρη, αδικαιολόγητη και συνεχιζόμενη παραβίαση της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ και του εναρμονιστικού Ν.98(I)/2003. Η άρση αυτής της παρανομίας αποτελεί επιτακτική νομική υποχρέωση για όλες τις κρατικές αρχές, περιλαμβανομένου του Υπουργείου Οικονομικών.
Με αυτά τα δεδομένα αιτούμαστε:
Την αναγνώριση της υπηρεσίας που έχει παρασχεθεί υπό το καθεστώς του εργοδοτούμενου ορισμένου χρόνου (ΕΟΧ) για τους σκοπούς συμπλήρωσης της 18ετούς υπηρεσίας/απασχόλησης που απαιτείται για σκοπούς ένταξης στην Κλίμακα Α7(ii), προβαίνοντας στις απαραίτητες διορθωτικές ενέργειες επί των υφιστάμενων ρυθμίσεων (Εγκύκλιοι ΥΠΟΙΚ αρ. 1745/16.01.2024, Εγκύκλιος Επιστολή ημερ. 02.08.2024, Εγκύκλιος Επιστολή ημερ. 07.01.2025 και σχετικές διατάξεις Νόμου Προϋπολογισμού) ώστε να αρθεί ο υφιστάμενος πλήρης αποκλεισμός και η συνακόλουθη δυσμενής διάκριση, κατ’ εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας και της ίσης μεταχείρισης.
Η συμμόρφωση με τις εν λόγω επιταγές αποτελεί όχι μόνο νομική υποχρέωση, αλλά και πράξη αποκατάστασης της δικαιοσύνης και της ισότιμης μεταχείρισης για όλους τους εργαζόμενους που συνεισφέρουν στη λειτουργία του κράτους. Αναμένουμε την άμεση εξέταση του αιτήματός μας και τις δικές σας ενέργειες για την αποκατάσταση της νομιμότητας.
Σε περίπτωση που, παρά την συντριπτική ανάλυση που παραθέτουμε, η οποία βασίζεται σε πρωτογενές και παράγωγο ενωσιακό δίκαιο καθώς και σε πάγια και σαφή νομολογία του ΔΕΕ, εξακολουθούν να υφίστανται επιφυλάξεις εκ μέρους του Υπουργείου σας ως προς την εφαρμογή των αρχών αυτών, θεωρούμε ότι θα ήταν σκόπιμο, προς άρση κάθε αμφιβολίας και διασφάλιση της ασφάλειας δικαίου, να ζητηθεί επί του θέματος γνωμάτευση από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ως τον κατ’ εξοχήν νομικό σύμβουλο του κράτους.
Παραμένουμε στη διάθεσή σας για οποιαδήποτε διευκρίνιση.
Με εκτίμηση,
Πρόδρομος Χριστοφή
Πρόεδρος
Νικόλας Παναγίδης
Γραμματέας