Ανακοίνωση Κλαδικού Συμβουλίου Λειτουργών Κοινωνικών Υπηρεσιών Παγκύπριας Συντεχνίας ΙΣΟΤΗΤΑ, με θέμα: “Πειθαρχική Δίωξη του του Προέδρου του Κλάδου Αστυνομικού Σώματος και Αντιπροέδρου Β’ στην Παγκύπρια Συντεχνία ΙΣΟΤΗΤΑ, Νίκου Λοϊζίδη”
October 14, 2024Αύξησης των Μισθών των Κρατικών Υπαλλήλων και των Συντάξεων των Συνταξιούχων Νόμο του 2024
October 17, 2024Προς:
Πρόεδρο και Μέλη Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών
Ασφαλίσεων
Από:
Διοικητικό Συμβούλιο Παγκύπριας Συντεχνίας ΙΣΟΤΗΤΑ
Θέμα: Υπόμνημα της Παγκύπριας Συντεχνίας ΙΣΟΤΗΤΑ, σε σχέση με τα θέματα Γ1 (νομοσχέδιο με
τίτλο «Ο περί Βίας και Παρενόχλησης στον Χώρο Εργασίας Νόμος του 2024») και Γ2
(νομοσχέδιο με τίτλο «Ο περί της Σύστασης Υπηρεσίας Επιθεωρήσεων στο Υπουργείο Εργασίας
και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Τροποποιητικός) (Αρ.2) Νόμος του 2024») της ημερήσιας διάταξης
της Επιτροπής στις 15/10/2024
Ευχαριστούμε για την πρόσκληση να καταθέσουμε τις απόψεις της Συντεχνίας μας επί των εν λόγω
νομοσχεδίων. Θα θέλαμε καταρχάς να εκφράσουμε την ικανοποίησή μας για αυτό το ιδιαίτερα σημαντικό
νομοθετικό εγχείρημα και να συγχαρούμε όσους συνέβαλαν στην εκπόνηση του. Πρόκειται αναμφίβολα για
μια αξιόλογη προσπάθεια αντιμετώπισης ενός ιδιαίτερα σοβαρού προβλήματος που ταλανίζει τον κόσμο
της εργασίας.
Παρά ταύτα, με στόχο τη βελτίωση και τελειοποίηση του προτεινόμενου νομοθετικού πλαισίου, επιτρέψτε
μας να θέσουμε υπόψη σας ορισμένες προτάσεις και παρατηρήσεις επί των δύο νομοσχεδίων:
Α. Ο περί Βίας και Παρενόχλησης στον Χώρο Εργασίας Νόμος του 2024
- Απουσία ορισμού της έννοιας “αξιοπρέπεια”
Παρότι ο όρος “αξιοπρέπεια” αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο του νομοσχεδίου και κεντρικό άξονα του
ορισμού της παρενόχλησης, δεν προσδιορίζεται επαρκώς το περιεχόμενό του. Δεδομένης της κρισιμότητας
της έννοιας για την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, κρίνεται απαραίτητη η προσθήκη ειδικής
ερμηνευτικής διάταξης. Άλλωστε, η προστασία της αξιοπρέπειας στην εργασία κατοχυρώνεται τόσο σε
διεθνές επίπεδο από τη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας (ILO), όσο και σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης μέσω
του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (Άρθρα 1 και 31.1).
Εισήγηση: Να προστεθεί στο Άρθρο 2 ερμηνευτική διάταξη για την αξιοπρέπεια, ως εξής:
«αξιοπρέπεια» σημαίνει την εγγενή αξία που διαθέτουν όλοι οι άνθρωποι, η οποία τους καθιστά άξιους
σεβασμού και μη καταπιεστικής μεταχείρισης. Στο πλαίσιο της εργασίας, η αξιοπρέπεια συνεπάγεται το
δικαίωμα κάθε εργαζόμενου:
(α) να εργάζεται υπό συνθήκες που δεν θίγουν την εγγενή του αξία ως ανθρώπου και δεν τον μειώνουν σε
αντικείμενο ή μέσο·
(β) να τυγχάνει σεβασμού και να προστατεύεται από κάθε συμπεριφορά που προσβάλλει την
προσωπικότητα, ταπεινώνει, εξευτελίζει ή δημιουργεί εχθρικό, εκφοβιστικό ή επιθετικό περιβάλλον
εργασίας·
(γ) να απολαμβάνει συνθήκες εργασίας που εξασφαλίζουν την υγεία, την ασφάλεια και την ευημερία του,
σωματική και ψυχική.
Ως πυρήνας των θεμελιωδών δικαιωμάτων, η προστασία της αξιοπρέπειας αποτελεί επιταγή που διέπει όλες
τις εργασιακές σχέσεις και η οποία δεσμεύει εργοδότες, προϊσταμένους, συναδέλφους και τρίτους στον
χώρο εργασίας.
2
- Ενδυνάμωση των εγγυήσεων εμπιστευτικότητας και απορρήτου
Το άρθρο 6(4) του νομοσχεδίου επιβάλλει μεν στους εργοδότες την υποχρέωση να χειρίζονται τις
καταγγελίες “με εμπιστευτικότητα και προστασία των προσωπικών δεδομένων των θυμάτων και των
καταγγελλόμενων”, πλην όμως δεν προβλέπει ρητά συγκεκριμένες κυρώσεις σε περίπτωση παραβίασης
αυτής της κρίσιμης υποχρέωσης.
Περαιτέρω, ενώ το άρθρο 17 κατοχυρώνει με σαφήνεια το απόρρητο από πλευράς Αρχιεπιθεωρητή και
Επιθεωρητών αναφορικά με το σύνολο των ευαίσθητων πληροφοριών που περιέρχονται σε γνώση τους
κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, δεν υφίσταται αντίστοιχη ρητή δέσμευση εμπιστευτικότητας για τα
λοιπά πρόσωπα που ενδέχεται να εμπλακούν στη διαδικασία διερεύνησης καταγγελιών (π.χ. μάρτυρες,
άλλοι εργαζόμενοι).
Οι ως άνω ελλείψεις, ήτοι αφενός η απουσία ρητής πρόβλεψης κυρώσεων για παραβίαση από τον εργοδότη
και αφετέρου η ασυμμετρία ως προς το ρυθμιστικό εύρος της δέσμευσης εμπιστευτικότητας, ενδέχεται να
υπονομεύσουν την αποτελεσματική προστασία των προσωπικών δεδομένων, την ιδιωτικότητα των
εμπλεκομένων και την εμπιστοσύνη στον μηχανισμό καταγγελιών.
Εισήγηση:
α) Να συμπληρωθεί το άρθρο 6(4) με πρόβλεψη συγκεκριμένων και αναλογικών κυρώσεων για τους
εργοδότες σε περίπτωση παραβίασης της υποχρέωσης εμπιστευτικότητας και προστασίας δεδομένων κατά
τον χειρισμό καταγγελιών.
β) Να προστεθεί ρητή διάταξη που να επεκτείνει τη δέσμευση εμπιστευτικότητας, απορρήτου και
συμμόρφωσης με τη νομοθεσία περί προσωπικών δεδομένων σε κάθε πρόσωπο που εμπλέκεται καθ’
οιονδήποτε τρόπο στη διαδικασία υποβολής, διερεύνησης και διαχείρισης καταγγελιών (πέραν των ήδη
δεσμευόμενων από το άρθρο 17 Επιθεωρητών), με παράλληλη πρόβλεψη κυρώσεων σε περίπτωση
παραβίασης. - Ενίσχυση της προστασίας μαρτύρων και ατόμων που συνδράμουν σε καταγγελίες
Το άρθρο 7(3) προβλέπει μεν ότι οι διατάξεις κατά απολύσεων/δυσμενών μεταβολών του άρθρου 7(1)
καλύπτουν και τα πρόσωπα που συνέδραμαν εργαζόμενο στην υποβολή/υποστήριξη καταγγελίας, πλην
όμως δεν παρέχει μια ευρύτερη προστατευτική ομπρέλα των προσώπων αυτών έναντι άλλων πιθανών
μορφών αντιποίνων.
Αντίστοιχα, ενώ το άρθρο 10(1) ποινικοποιεί την παρεμπόδιση υποβολής καταγγελίας (παρ. α) και τις
βλαπτικές ενέργειες του άρθρου 7 (παρ. β), εντούτοις δεν καλύπτει ρητά το σύνολο των δυνητικών τρόπων
αντεκδίκησης σε βάρος μαρτύρων και ατόμων που συνδράμουν με καλή πίστη σε καταγγελίες.
Ως εκ τούτου, εντοπίζεται μια σχετική έλλειψη μιας γενικής και οριζόντιας θωράκισης όλων των προσώπων
που εμπλέκονται καλόπιστα στην καταγγελτική διαδικασία, από κάθε είδους επαχθείς συνέπειες, πέρα από
την ειδική προστασία του άρθρου 7 από απόλυση/μεταβολή όρων εργασίας. Το κενό αυτό μπορεί να αποβεί
τροχοπέδη στην προθυμία παροχής κρίσιμων πληροφοριών και μαρτυρικών καταθέσεων από τρίτα
πρόσωπα.
Εισήγηση: α) Να προστεθεί γενική διάταξη που να απαγορεύει ρητά και να τιμωρεί αυστηρά οποιαδήποτε
μορφή αντιποίνων, θυματοποίησης ή δυσμενούς διακριτικής μεταχείρισης σε βάρος οποιουδήποτε
προσώπου επειδή κατέθεσε στοιχεία, έδωσε πληροφορίες ή μαρτυρία ή συνέδραμε καθ’ οιονδήποτε τρόπο
και με καλή πίστη σε διερεύνηση καταγγελίας ή σε σχετική νομική διαδικασία, ανεξαρτήτως της τελικής
έκβασης αυτής.
3
β) Να διευρυνθεί αντίστοιχα το άρθρο 10, ώστε να ποινικοποιεί όχι μόνο την παρεμπόδιση καταγγελίας και
τα αντίποινα του άρθρου 7, αλλά κάθε μορφή αντεκδίκησης σε βάρος μαρτύρων/συνδραμόντων προσώπων.
γ) Να ενισχυθεί η προστασία της ανωνυμίας και η διασφάλιση της μη-αποκάλυψης των στοιχείων
ταυτότητας καταγγελλόντων/μαρτύρων, εκτός αν κρίνεται απολύτως αναγκαίο στο πλαίσιο ποινικής
διαδικασίας.
δ) Να προβλεφθούν μέτρα ενεργού υποστήριξης (νομική, ψυχολογική κλπ.) των καταγγελλόντων και
μαρτύρων σε όλα τα στάδια της διαδικασίας.
- Ασάφεια ως προς τη διαβούλευση για τον κώδικα συμπεριφοράς σε επιχειρήσεις χωρίς
συνδικαλιστική εκπροσώπηση
Κατά το άρθρο 6(7), ο κώδικας συμπεριφοράς για την πρόληψη πρέπει να εκπονείται κατόπιν διαβούλευσης
με τους εκπροσώπους των εργαζομένων. Δεν διευκρινίζεται όμως η διαδικασία όταν δεν υπάρχει
συνδικαλιστική παρουσία στην επιχείρηση, κάτι που είναι αρκετά σύνηθες ιδίως στις μικρότερες
επιχειρήσεις. Το κενό αυτό ενέχει τον κίνδυνο αποκλεισμού μεγάλης μερίδας των εργαζομένων από μια
κρίσιμη διαδικασία που τους αφορά άμεσα.
Εισήγηση: Να προστεθεί ειδική ρύθμιση που να προβλέπει ότι, σε περίπτωση που δεν υφίσταται
συνδικαλιστική εκπροσώπηση στην επιχείρηση, η διαβούλευση θα πρέπει να λαμβάνει χώρα είτε σε γενική
συνέλευση του συνόλου του προσωπικού είτε με ad hoc εκλεγμένους εκπροσώπους που θα ορίζουν οι ίδιοι
οι εργαζόμενοι ειδικά γι’ αυτόν τον σκοπό. - Απουσία συγκεκριμένων κατευθύνσεων για τη στήριξη θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας
Στο άρθρο 6(10)(ε), η αναφορά στις υποχρεώσεις των εργοδοτών προς εργαζόμενους που αποτελούν
θύματα ενδοοικογενειακής βίας παραμένει σε μεγάλο βαθμό γενική και αόριστη, χωρίς επαρκή
προσδιορισμό των αναγκαίων και ενδεδειγμένων μέτρων. Αυτό μπορεί να καταλήξει σε αποσπασματική και
κατά το δοκούν εφαρμογή από τον κάθε εργοδότη, θέτοντας σε κίνδυνο την ουσιαστική και ενιαία
προστασία των θυμάτων.
Εισήγηση: Να συμπεριληφθεί ενδεικτικός κατάλογος ειδικότερων μέτρων που οι εργοδότες οφείλουν να
λαμβάνουν ανάλογα με την περίπτωση, όπως ενδεικτικά:
- παροχή ειδικής άδειας μετ’ αποδοχών για την ολοκλήρωση αναγκαίων νομικών/ιατρικών ενεργειών
- προσωρινή μετακίνηση σε άλλη θέση/τόπο εργασίας όταν κρίνεται απαραίτητο για λόγους προστασίας του
θύματος - παροχή ευέλικτων ρυθμίσεων ωραρίου ή δυνατότητας τηλεργασίας σύμφωνα με τις ιδιαίτερες ανάγκες
του θύματος - απαλλαγή από νυχτερινές βάρδιες ή πρόσθετες ώρες εργασίας, εφόσον εκτιμάται ότι ενέχουν κινδύνους
- χορήγηση αδείας άνευ αποδοχών για την παρακολούθηση προγραμμάτων ψυχοκοινωνικής στήριξης
- διακριτική παραπομπή και διασύνδεση με κατάλληλες υποστηρικτικές υπηρεσίες
Η απαρίθμηση συγκεκριμένων μέτρων αναμένεται να ενισχύσει την ασφάλεια δικαίου, να διασφαλίσει την
ενιαία εφαρμογή του νόμου και να ενδυναμώσει την έμπρακτη προστασία των εργαζόμενων θυμάτων
ενδοοικογενειακής βίας.
- Έλλειψη ρητής πρόβλεψης στον κώδικα συμπεριφοράς για τη διαχείριση περιστατικών
βίας/παρενόχλησης από τρίτους
4
Παρότι ο νόμος καλύπτει γενικά (στα άρθρα 4 και 6) και συμπεριφορές βίας/παρενόχλησης που
προέρχονται από τρίτους στο χώρο εργασίας (π.χ. πελάτες, συναλλασσόμενους κλπ), δεν γίνεται ειδική
αναφορά στις υποχρεώσεις του εργοδότη να θεσπίζει συγκεκριμένες διαδικασίες για την αναφορά και
αντιμετώπιση τέτοιων περιστατικών κατά την εκπόνηση του κώδικα συμπεριφοράς [άρθρο 6(10)]. Λόγω
της ιδιαίτερης φύσης και της αυξημένης συχνότητας εμφάνισης τέτοιων επεισοδίων σε ορισμένους κλάδους
και επαγγέλματα, η παράλειψη αυτή συνιστά κρίσιμο έλλειμμα προστασίας των εργαζομένων που
εκτίθενται σε τέτοιους κινδύνους.
Εισήγηση: Στο άρθρο 6(10) που αφορά το αναγκαίο περιεχόμενο του κώδικα συμπεριφοράς, να προστεθεί
ρητή υποχρέωση του εργοδότη να υιοθετεί επίσης:
(α) σαφείς οδηγίες και κατευθύνσεις προς τους εργαζόμενους σχετικά με τον τρόπο αντίδρασης και το πού
να αναφέρουν τυχόν περιστατικά βίας/παρενόχλησης προερχόμενα από τρίτους,
(β) ειδικά πρωτόκολλα ασφαλείας και προστασίας προσαρμοσμένα στη φύση της κάθε εργασίας και τους
συναφείς κινδύνους,
(γ) μηχανισμό συστηματικής καταγραφής, αναφοράς και παρακολούθησης σχετικών περιστατικών,
(δ) πρόβλεψη για συνεργασία με τις αρμόδιες δημόσιες αρχές και άλλους συναφείς φορείς με στόχο την
πρόληψη και αποτελεσματική διαχείριση τέτοιων συμβάντων.
Β. Ο περί της Σύστασης Υπηρεσίας Επιθεωρήσεων στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών
Ασφαλίσεων (Τροποποιητικός) (Αρ.2) Νόμος του 2024
Το δεύτερο νομοσχέδιο κρίνεται αναγκαίο και επαρκές για την αποτελεσματική εφαρμογή του νέου νόμου
περί Βίας και Παρενόχλησης στην Εργασία, καθώς εντάσσει τον έλεγχο της τήρησής του στο πεδίο
αρμοδιότητας της Υπηρεσίας Επιθεωρήσεων του Υπουργείου.
Δεδομένης της δυνατότητας ανάθεσης και άσκησης κατ’ αναλογία εξουσιών που ήδη προβλέπεται στον
βασικό νόμο, οποιαδήποτε άλλη ρύθμιση δεν φαίνεται αναγκαία. Το υφιστάμενο πλαίσιο παρέχει επαρκή
ευελιξία και εχέγγυα για την αρμονική και αποτελεσματική άσκηση των ελεγκτικών αρμοδιοτήτων.
Συνεπώς, εισηγούμαστε την άμεση προώθηση και ψήφιση του νομοσχεδίου ως έχει.